συνειρμικός

συνειρμικός
-ή, -ό, Ν [συνειρμός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνειρμό («συνειρμική παράσταση»)
2. φρ. «συνειρμική θεωρία» — ο συνειρμισμός.
επίρρ...
συνειρμικώς και συνειρμικά
με συνειρμούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνειρμικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στο συνειρμό: Συνειρμικά ήρθε στο νου του ένα παλιό επεισόδιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”